Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω  



ζήσῃ, νὰ


Ερμηνεία:

 (γ΄εν. πρ. αορ. υποτακτ. του ρ. ζω]



Ετυμολογία:

[(Όμηρ), ζάω, ζῶ (υπάρχω, κατοικώ, διαμένω, βρίσκω τρόπο και μέσα να ζήσω, συνοικώ, συντηρώ, διατρέφω, Καινή Διαθήκη: 140 φορές]

Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:

… Δὲν ἠμποροῦσε πλέον νὰ ζήσῃ… [Ο έρωτας στα χιόνια].



Συνώνυμα:





© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών


Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.: